ἀποτιμῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτιμῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτιμῶ Ἀστυπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Κάρπ. Κῶς Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Χαλδ.) Σύμ. κ.ἀ. ἀποτιμάω Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ. ἀπουτ’μάου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπουτ’μῶ Σάμ. ἀποτιμάζω Ἀστυπ. Κάρπ. Κῶς Πόντ. (Ἀμισ. Χαλδ.) Σύμ. κ.ἀ. ἀποτιμζω Πόντ. (Χαλδ.) Μέσ. ἀποτιμείουμαι Πόντ. (Κολων.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποτιμῶ=περιφρονῶ.

Σημασιολογία

1)Προσβάλλω τὴν ὑπόληψίν τινος, καθυβρίζω ἔνθ’ ἀν.: Τὸν ἀποτίμησε Λάστ. Μ’ ἀπουτίμ’σι Σάμ. Ἐποτίμεσεν ἀτον Οἰν. || ᾎσμ. Κιˬ ὁ Ἔλυμπος ἐρκίνεψε Καλόλιμνο νὰ βρίσῃ, μὲ καταφρόνεσες πολλὲς νὰ τὸν ἀποτιμήσῃ Κάρπ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Ὁμηρ. Ὕμν. Ἑρμ. 35 «ἀλλ’ οἴσω σ’ ἐς δῶμα λαβὼν· ὄφελος τί μοι ἔσσῃ οὐδ’ ἀποτιμήσω». β)Ἐπὶ γυναικός, διαφθείρω Πόντ. (Οἰν.): ᾿Εποτίμεσεν ἀτενα. Συνών. ἀτιμάζω. 2)Βλασφημῶ Πόντ. (Σάντ.) Συνών. ἀτιμώνω, βλαστημῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/