ἀπρονόητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπρονόητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπρονόητος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀπρονόητος.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ μὴ προβλεπόμενος ἢ μὴ προβλεφθεὶς λόγ. σύνηθ.: Ἀπρονόητα πράγματα. Ἀπρονόητη ἐπιχείρησι. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ προνοήσας, ὁ μὴ λαβὼν πρόνοιαν, ἀπερίσκεπτος λόγ. σύνηθ.: Ἀπρονόητος ἄνθρωπος. || Παροιμ. Ἀπρονόητος νοῦς, διπλὸς ὁ κόπος Λεξ. Περίδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA