ἀπροξένευτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροξένευτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπροξένευτα ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπροξένευτος.
Σημασιολογία
1)Χωρὶς μεσολάβησιν προξενητοῦ, ἐπὶ συνοικεσίου πολλαχ.: Παντρεύτηκε ἀπροξένευτα. 2)Χωρὶς μεσολάβησιν μεσίτου ἢ ἄλλου τινὸς προσώπου Λεξ. Δημητρ.: Ἀπροξένευτα ἀγόρασα τὸ σπίτι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA