ἀπροξένευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπροξένευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπροξένευτος ἐπίθ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπρουξένιφτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀπρουξέ’φτους Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προξενευτὸς<προξενεύω.

Σημασιολογία

1)Ἐκεῖνος εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἔγινε πρότασις γάμου πολλαχ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Περιμένει προξενει͜ά, μὰ μένει πάντα ἀπροξένευτος πολλαχ. 2)Ὁ ὑπανδρευθεὶς ἄνευ προηγηθείσης προξενει͜ᾶς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Χαλδ.): Ἀπροξένευτον ἐπάντρεψεν τὸ κορίτζ’ Χαλδ. 3)Ὁ γενόμενος ἄνευ προηγηθείσης προξενει͜ᾶς, ἐπὶ γάμου πολλαχ.: Οὑ γάμους γί’κι ἀπρουξέ’φτους Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/