ἀπροσήλιˬαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροσήλιˬαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπροσήλιˬαστος ἐπίθ. Ἤπ.-Λεξ. Γαζ. (λ. ὠμόλινον) ἀπρουσήλιˬαστους Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *προσηλιˬαστὸς<προσηλιˬάζω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐκτεθειμένος ἢ μὴ ἐκτεθεὶς εἰς τὸν ἥλιον. Συνών. ἀνήλιˬαστος Α1β, ἀνήλιˬος 1β.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA