ἀπροσκύνητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπροσκύνητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπροσκύνητος ἐπίθ. σύνηθ. ἀπροσκύνιγος ἐνιαχ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀπροσκύνητος.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ προσκυνούμενος ἢ ὁ μὴ προσκυνηθεὶς σύνηθ.: Δὲν ἀφίνει εἰκόνα γιˬὰ εἰκόνα ἀπροσκύνητη σύνηθ. || Παροιμ. Ἀπροσκύνιγος ἅγιος θαυματουργὸς δὲν εἶναι Λεξ. Δημητρ. 2)Ὁ μὴ προσκυνῶν τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἀσεβὴς Λεξ. Δημητρ. 3)Ὁ μὴ δηλώσας ὑποταγὴν εἴς τινα σύνηθ.: Ὅλοι προσκύνησαν τὸν Τοῦρκο μ’ αὐτὸς ἔμεινε ἀπροσκύνητος. Κλέφτες ἀπροσκύνητοι (κλέφτες=οἱ ἐπὶ τουρκοκρατίας ἀνυπότακτοι καὶ ὀρεσίβιοι ἀντάρται) σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA