ἀφάνταχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφάνταχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφάνταχτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀφάνταχτους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. φανταχτὸς<φαντάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ὑπερηφανευόμενος, μετριόφρων Λεξ. Πρω.: Ἀφάνταχτος ἄρχοντας. 2) Ἐκεῖνος ποῦ δὲν φαντάζει, δὲν ἔχει ὡραίαν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν, δὲν κάμνει ἐντύπωσιν: Ἀφάνταχτο καππέλλο - σπίτι - φόρεμα κττ. Ἀφάνταχτα πράματα. 3) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ φαντασθῇ, ἐξαιρετικὸς ΧΠαλαίσ. Συλλ. Κυπρ. ποιημ. 145: Ποίημ. Νὰ φέρουν τὸν ἀφάνταχτον τοῦ κόσμου ποῦ λαλοῦσιν. Πβ. ἀφάνταστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/