ἀπότολμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότολμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπότολμα ἐπίρρ. ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ 2 23.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπότολμος. Τύπ. ἀπότορμα μεσν. παρὰ Μαχαιρ. 1,580 (ἔκδ. RDawkins).

Σημασιολογία

Μετὰ τόλμης, ἄνευ δειλίας: Ποίημ. Τὸ φοβερὸ κλειδὶ δὲν ἔπιˬασα κιˬ ἀκόμα δὲν ἀγγιξα δειλὰ ἢ ἀπότολμα τὴν πύλη ποῦ φέρνει ’ς τῆς ζωῆς τ’ ἀγνώριστα ᾽Ελευσίνιˬα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/