ἀπότομα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότομα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπότομα ἐπίρρ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπότομος.

Σημασιολογία

1)Ἀποτόμως, αἰφνιδίως: Ἔκοψε ἀπότομα τὴ μιλιˬά. Ἄλλαξε ὁ καιρὸς ἀπότομα. Μ’ ἔπιˬασε ἀπότομα ἡ βροχή. Σηκώθηκε κ’ ἔφυγε ἀπότομα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄξαφνα. 2)Μεταφ. μὲ τρόπον σκαιόν, τραχύν: Τοῦ εἶπε-τοῦ μίλησε-τοῦ φέρθηκε ἀπότομα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/