ἄφαντος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφαντος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄφαντος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄφαντους βόρ. ἰδιώμ. ἄφαντε Τσακων. ἄφαdος πολλαχ. ἄφαdους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀνάφαντος Κύπρ. - Λεξ. Δημητρ. ἀνάφαντους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. ἀνέφαντος Κύπρ. ἀνήφαντος ‘αγν. τόπ. ἀνήφαdος Κυκλ. ἀνήφαντους Μακεδ. (Ζουπάν.) Γεν. πληθ. ἀφαντάτου Θεσσ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄφαντος. Διὰ τοὺς τόπ. ἀνάφαντος, ἀνέφαντος, ἀνήφαντος ἰδ. ἀ- στερητ. 1δ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐξαφανισθείς, ἀφανής, ἀόρατος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ὅσο νὰ γυρίσῃς νὰ τὸν δῇς, ἔγινε ἄφαντος. Μόλις τὸ κατάλαβε πῶς τὸν κυνηγοῦν, ἔγινε ἄφαντος κοιν. Οἱ ἀλεποῦδες πάνε ἄφαdες κι ἀφανέρωτες Κύθν. Ὥστε νὰ τὸν δῶ ἐίνητεν ἀνέφαντος Κύπρ. Ἑνάε ἄφαντε (ἔγινε ἄφαντος) Τσακων. Ἄτόσον καιρὸν ἄφαντος ἐέντον (ἔγινε) Σάντ. Ἄφαντος νὰ γένῃ! (ἀρὰ) Ἤπ. Ἄκ᾿στους κι ἄφαντους νὰ ’ένῃ! Μακεδ. (Σιάτ.) Ἄφαdη κι ἀφάdαστη γυναῖκα (ἐπὶ σεμνῆς γυναικὸς) Κεφαλλ. || Φρ. Ἄφαντους τοῦν ἀφαντάτου (τελείως ἄφαντος) Θεσσ. || ᾎσμ. Ὅσο νὰ ποῦν ἀφίνω γε͜ιά, | σαράντα μίλιˬα πάνε, ὅσο νὰ ποῦν ὥρα καλή, | ἄφαντοι πάν ᾿ς τὸ δρόμο Θρᾴκ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Αἰσχύλ. Ἀγαμ. 655 κἑξ. (ἔκδ. Dindorf) «αἱ δὲ [νῆες] κεροτυπούμεναι βίᾳ...ᾤχοντο ἄφαντον. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄρατος 1 β) Οὐσ. τ᾿ ἄφαντα τῆς γῆς, τὰ καταχθόνια καὶ συνεκδ. ὁ ᾍδῆς Ἤπ. Πελοπν. (Γύθ. Δημητσάν.) κ.ἀ.: Μπά, ποῦ νὰ πάῃ ’ς τ' ἄφαdα! (ἀρὰ) Γύθ. 2) Ἐκεῖνος ποῦ εἶδε νὰ ἐξαφανισθῇ Ἤπ. Μακεδ. (Βογατσ. Ζουπάν.) κ.ἀ.: Μουρὲ ἄφαντον, τί χαλεύ’ς ἰδῶ; Ἤπ. Τί σκού’ τ᾿ ἀνήφαντου; Ζουπάν. Ἂς μὴ ἦταν νὰ φαίν’ταν τ᾽ ἀνήφαντου! (ἐπὶ τέκνου ἀτακτοῦντος) αὐτόθ. Τί σ’ εἶπα, μουρὲ ἀνάφαντου; Βογατσ. Συνών. ἀφανισμένους (ἰδ. ἀφανίζω 4). 3) Ὁ μὴ ἔχων καταφανῆ ἀποτελέσματα, ὁ μὴ γινόμενος αἰσθητός, ἐπὶ δαπάνης Θήρ. (Οἴα) Κάρπ. Ρόδ. (Κάστελλ.): Ἄφαντα ἔξοδα Κάστελλ. || Παροιμ. Μὲ τ’ ἄφαdα περνοῦ τσ᾿ οἱ στσύλλοι (ὅταν τὰ ἔξοδα δὲν φαίνωνται, δὲν διακρίνεται ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸν πτωχὸν) Οἴα. 4) Μικρός, ἀσήμαντος, ἀνάξιος προσοχῆς Ἤπ. Θήρ. Ρόδ. κ.ἀ. ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,31: Ποίημ. Ἀπὸ μικρὸ κιˬ ἀπ᾽ ἄφαντο πουλλάκι, σταυραεˬτέ μου, παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμι κιˬ ἀγέρα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. β) Ἀγενής, εὐτελὴς Κάρπ. γ) Δυστυχὴς, ἄθλιος, ἐλεεινός, ἐν συνεκφορᾷ μετὰ τοῦ συνων. ἐπιθ. μαῦρος πρὸς ἐπίτασιν τῆς σημ. Πελοπν. (Γορτυν.): Νὰ σὲ ἰδῶ καὶ νὰ σὲ λυπηθῶ, κουρούνα, χήρα, μαύρη κιˬ ἄφαντη. Συνών. ἄραχνος 4. 5) Ἀπερίσκεπτος, ἀνόητος, μωρὸς Κρήτ.: Ἄφαdος ἄθρωπος. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 968 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «μετάστρεψε τὸ λογισμό, τὸ νοῦ σου μὴν παιδεύγῃς | καὶ τέτοια πράματ’ ἀφαντα κι ἄμοιαστα μὴ γυρεύγῃς». β) Ἀπρόσεκτος, ἄτακτος Κέρκ.: Εἶναι ἀνάφαντος 'ς τὸ φαεῖ. 6) Ὁ παραλόγως δαπανῶν, σπάταλος Θήρ.: Πολὺ ἄφαdος εἶσαι. Ἄφαdη γυναῖκα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. τ᾽ Ἀφάντου Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/