ἀφαιρεὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφαιρεὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀφαρεὶ ἐπίρρ. Κάρπ. ἀαφαρεὶ Κάρπ. ἀφαέρει Κάρπ.

Ετυμολογία

Τὸ παλαιὸν ἐπίρρ. ἀφαρεί. Ἰδ. Μ. Ἐτυμολ. 175,14 «οἱ Ἴωνες καὶ οἱ Ἐφέσιοι ἀφαρεὶ λέγουσι τὸ ταχέως καὶ ἀσκόπως ποιεῖν τι ἢ φθέγγεσθαι».

Σημασιολογία

Ματαίως, ἀνωφελῶς: Ἀφαρεὶ τὰ λέεις τὰ λόγιˬα σου. Συνών. ἀφαρινά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/