ἀποτόσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτόσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Αντωνυμία
Τυπολογία
ἀποτόσος ἀντων. δεικτικὴ ἀμάρτ. ἀπατόσος Πόντ. (Κοτύωρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τῆς ἀντων. τόσος, παρ’ ἣν καὶ ἀτόσος.
Σημασιολογία
1)Τόσος κατὰ τὴν ἡλικίαν: Ἔνουσ’νε ἀπατόσος κιˬ ἀκομὰν νὰ δέντς τὸ βρακί σ’ ’κ’ ἐπορεῖς (ἔγινες τόσον μεγάλος καὶ ἀκόμη δὲν ἠμπορεῖς νὰ δένῃς τὸ βρακί σου). Ἔνουσ’νε ἀπατόσεσσα κιˬ ἀκομὰν νὰ χτενίεσαι ’κ’ ἐγροικᾷς. 2)Τόσος κατὰ τὸ μέγεθος: Οὕλτς ἂν δίγω ἀπατόσα τρανὰ κομμάτ, ἐμὲν τιδὲν ’κ’ ἀπομέν’ (ἂν δώσω εἰς ὅλους τόσα μεγάλα κομμάτια, εἰς ἐμὲ τίποτε δὲν μένει).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA