ἀφάρσωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφάρσωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφάρσωτος ἐπίθ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φαρσωτὸς<φαρσώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἐφωδιασμένος μὲ σανίδας εἰς τὸ ἐσωτερικόν του, ἐπὶ πλοίου: Καΐκι ἀφάρσωτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/