ἀφασκέλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφασκέλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετι

Τυπολογία

ἀφασκέλωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀφασκέλουτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φασκελωτὸς<φασκελώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑβρισθεὶς διὰ φασκέλου: Δὲν ἀφίνει κἀνένα ἀφασκέλωτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/