ἀφεγγάριˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφεγγάριˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφεγγάριˬαστος ἐπίθ. Ρόδ. ἄφεγγάρgιαστος Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *φεγγαριˬαστὸς<φεγγαριˬάζω ἀμαρτ.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου τὸ κλάδευμα δὲν ἤρχισε καθ᾽ ὃν χρόνον ὑπῆρχε φεγγάρι: Ἀμπέλι ἀφεγγάριˬαστο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/