ἀφέγγαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφέγγαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφέγγαρος ἐπίθ. Πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. φεγγάρι.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ φωτιζόμενος ὑπὸ τῆς σελήνης, ἀσέληνος πολλαχ.: Ἀφέγγαρη βραδεῖα Πελοπν. (Λακων.) Οὐρανὸς ἀφέγγαρος ΧΧρηστοβασ. Διηγ. στάνης 137 || Ποιήμ. Σάβανο πέφτει μαῦρο ’ς τοὶς ἐλα͜ιὲς | τὸ ἀφέγγαρο σκοτάδι ΑΠάλλη Ταμπουρ. καὶ Κόπαν. 67. Σκοτα'δι ἀφἐγγαρο, ἄναστρο μὲ ζώνει ΚΠαλαμ. Βωμ.2 102. ’Σ τὸ γρέγο ποῦ τ’ ἀφέγγαρο δροσίζει μεσονύχτι ΑΓιαλούρ. ἐν Ἀνθολογ. ΗἈποοτολίδ. 53.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/