ἄφελα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄφελα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄφελα ἐπίρρ. πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄφελος. Ἡ λ. καὶ ἐν Χρον. Γαλαξειδίου 216 (ἔκδ. ΚΣάθα).

Σημασιολογία

Ἀνωφελῶς, ἀσκόπως, ματαίως πολλαχ.: Πῆγαν ὅλα ἄφελα Λεξ. Βλαστ 509 || Ποίημ. Μ᾿ ἄφελα τώρᾳ ᾿ς τὸ τυφλὰ ψαχουλεύω ΠΒλαστοῦ Ἀργὼ 185. Συνών. ἀδιˬαφόρετα 1, ἀδιˬαφόρευτα 1, ἀνώφελα, ἀνωφέλε͜ια, ἀνωφέλευτα, ἀνωφέλητα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/