ἀφελὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀφελὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀφελὴς ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀφελής.

Σημασιολογία

1) Ἁπλοῦς, λιτός, φυσικός: Μ’ ἀρέσει πολύ, γιˬατ᾿ εἶναι ἀφελής. 2) Ἁπλοϊκός, εὐήθης: Εἶσαι πολὺ ἀφελὴς νὰ τὸν πιστεύῃς. Συνών. βλᾶκας, κουτός, χαζός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/