ἀπποστάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπποστάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπποστάρω Σίφν. Σῦρ. Χίος ’ποστάρω Κίμωλ. ’ποστέρω Κίμωλ.

Ετυμολογία

Ἐκ του Ἰταλ. appostare.

Σημασιολογία

Παραφυλλάτω, ἐνεδρεύω ἔνθ’ ἀν.: Θὰ σὲ ἀπποστάρω σὰν περάσῃς ἀπὸ τὸ σπίτι μας καὶ θὰ σοῦ τοὶς βρέξω Σῦρ. Ἠποστέρανε πότε νὰ κατεβάσῃ νερὸ νὰ πάρουνε μιˬὰν στάμνα Κίμωλ. Πεντικὸ ’ποστάρ’ ὁ κάττης αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/