ἀφεντάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφεντάκι τό, Ἤπ. ἀφεdάκι Βιθυν. (Κατιρ.) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λακων.) ἀφεdράκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’φεντάκι Κῶς ’φ-φεντάκι Ρόδ. ἀφιντά’ Μακεδ. (Γέρμ.) ’τάτσι Κύπρ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀφέντης διὰ τῆς καταλ. -άκι. Ὁ τύπ. ἀφεdράκι ἐκ τοῦ θηλ. ἀφέντρα.
Σημασιολογία
1) Πατὴρ Βιθυν. (Κατιρ.) Ἤπ. Κρήτ. Κύπρ. Κῶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Λακων.) Ρόδ. ’τάτι! (πατέρα!) Κύπρ || ᾌσμ. Νὰ βάλω τὸ ’φεντάκι μου, ’φέντη δὲν κάμνω ἄλλο νὰ βάλω τὴ γεναῖκα μου, γεναῖκα κάμνω ἄλ-λη Κῶς Ἄν εἶσαι Τοῦρκος, φάε με, κι ἂν εἶσαι σκύλλος, πιέ με, κι ἂν εἶσαι τ᾿ ἀφεdάκι μου, σκῦψε καὶ φίλησέ με Ἀπύρανθ. β) Προσφώνησις πρὸς θῆλυ τέκνον εἰς ἐκδήλωσιν στοργῆς Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Σῶπα, ἀφεdράκι μου, μὴ gλαίς! 2) Ὁ πρεσβύτερος ἀνδράδελφος Μακεδ. (Γέρμ.) Πρ. ἀφεντάκις, ἀφεντάκος, ἀφέντης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA