ἀπράγιˬωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπράγιˬωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπράγιˬωμαν τό, Πόντ. (Κερασ.) ’πράγιˬωμαν Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπραγιˬώνω.
Σημασιολογία
1)Ἀδράνεια, νωθρότης, ὀκνηρία. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπράγεμα. 2)Καχεξία, ἰσχνότης, μαρασμός. Συνών. ἀπραξία 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA