ἀποτραυῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτραυῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτραυῶ, ἀποταυρίζω ἀμάρτ. ’ποταυρίζω Κύπρ. κ.ἀ. ἀποτραυῶ σύνηθ. Μέσ. ἀποταυρίζομαι πολλαχ. ἀπουταυρίζουμι πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀπουταβιίζουμ’ Σαμοθρ. ἀποτραυίζομαι πολλαχ. ’ποταυρίζομαι Εὔβ. (Κύμ.) Κύπρ. Μέγαρ. Ρόδ. κ.ἀ. ’πεταυρίζομαι Ἀδραμ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) Ρόδ. κ.ἀ.-Λεξ. Βυζ. ’πεταυρίζουμ’ Θρᾴκ. (Γέν. Σαρεκκλ.) ’πιταυρίζουμι Ἴμβρ. ἀποταυρε͜ιῶμαι Σκῦρ. ’ποταυροῦμαι Κύπρ. ’ποταυρει͜οῦμαι Κύπρ. ’ποταυρει͜έμαι Καππ. ’πεταυρει͜έμαι Καππ. ’πουτραυίζουμ’ Θρᾴκ. (Κομοτ.) ἀποτραυει͜έμαι πολλαχ. ἀπουτραυει͜έμι πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀποτραυει͜ῶμαι πολλαχ. ἀπουτραυει͜ῶμι πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ’πετραυει͜έμαι Καππ. (Σινασσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἀποταυρίζω. 'Ιδ. Δουκ. ἐν λ. ταυρίζειν.

Σημασιολογία

Α)Ἐνεργ. 1)Ἀπομακρύνω τινὰ ἀπό τινος, συνήθως τὸ μέσ. ἀπομακρύνομαι σύνηθ.: Εἶναι καιρὸς ν’ ἀποτραυίξῃς τὸ γιˬό σου ἀπὸ τὴν παρέα ἐκείνη. Σιγὰ σιγὰ ἀποτραυίχτηκε ἀπὸ τὸν δεῖνα. Ἀποτραυίχτηκε ἀπὸ τὴ συντροφιˬὰ-ἀπὸ τὰ γλέντιˬα κττ. Πήγαινε ’ς τὸ σπίτι του γιˬὰ τὴν κόρη του, μὰ τώρ’ ἀποτραυίχτηκε. Ἤτανε σύντροφος ’ς τὴ δουλε͜ιὰ καὶ τώρ’ ἀποτραυει͜έται. Χυμᾷ καὶ την πιάν-νει ἀφ’ τὸ χέριν, μὰ ἐκείνη ἀποτραυίχτην καὶ τοῦ πῆρεν καὶ τὸ δαχτυλίδιν του (ἐκ παραμυθ.) Χίος Ἀποτραυιγμένοι ναυτικοὶ (πρῴην ναυτικοὶ) σύνηθ. ‖ Φρ. Ἀποτραυῶ τὴν οὐρά μου (παύω ν᾿ ἀναμειγνύωμαι) Λεξ. Δημητρ. || Ποίημ. Ἀπὸ τὸ πάθος τὸ κακὸ νὰ τὸν ἀποτραυίξουν ΛΜαβίλ. Ἔργα 25. Συνών. τοῦ μέσ. ἀκρίζω Β1. 2)᾿Εκτείνω, ἁπλώνω Κύπρ.: Ἐποταύρισεν τὸ έριν του τ’ ἔφτασεν τὰ χρυσόμηλα. ’Ποταυρίζω τὰ πόδκιˬα μου ὥσπου φτάν-νει τὸ πάπλωμαν. Νὰ σοῦ ’ποταυρίσω τὴ βέρgαν. || ᾌσμ. ’Ποταύρισεν τὸ έριν του, μιˬὰν μααιρκὰν τῆς βάλ-λει. ’Τσείνη πκεˬὸν ὅσον μποροῦσεν | τὸ ραβδὶν ἐποταυροῦσεν. 3)Σηκώνω ὑψηλὰ Κύπρ.: ’Ποταυρίζω τὸ μωρόν. β)Ἀμτβ. γίνομαι ὑψηλός, ὑψηλώνω Κύπρ.: Ἐποταύρισεν τὸ δεντρὸν-τὸ κωπέλ-λιν-ἡ μούλα κττ. Συνών. ψηλώνω. 4)Ἀναδίδω βλαστόν, βλαστάνω Κύπρ.-ΔΛιπέρτ. Τζιυπρ. τραούδ. 3,74: Ποίημ. Τιˬ ὅντας καλορριζώσω ταὶ βκῶ ψηλὰ τιˬ ἀθ-θίσω ταὶ ’ποταυρίσω κλώνους, νὰ ’ρτῇς ’πουκατωθκεˬὸν τὰ κάλλη, τοὺς ἀθ-θούς μου γιˬὰ νὰ σοῦ τοὺς ραντίσω. Συνών. ἀναδίνω Α1. 5)Ἕλκω, τραυῶ τι ἐκτός τινος πολλαχ.: Τὴν ἀποτραύιξα τὴ βάρκα (ἐνν. εἰς τὴν ξηράν). Καΐκιˬα ἀποτραυιγμένα ’ς τὴν ξέρα γιˬὰ καλαφάτισμα πολλαχ. Μὲ τὴν ἀπόχη ν’ ἀποτραυᾷς ἕνα τοννόπουλλο ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 22. 6)Ἀντλῶ, μεταγγίζω πολλαχ.: Τ’ ἀποτραύιξα τὸ κρασί. Κρασὶ ἀποτραυιγμένο (τοῦ ὁποίου συνετελέσθη ἡ ζύμωσις καὶ ἑπομένως ἑτοίμου πρὸς πόσιν) Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἀγκλῶ Α1. 7)Τελειώνω τὸ τραύιγμα, τραυῶ τι ἐντελῶς Πελοπν. (Μάν.): Εἶδα κ’ ἔπαθα νὰ τ’ ἀποτραυίξω τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ κατώει. Β)Μέσ. 1)Ἐκτείνομαι, τεντώνομαι πολλαχ.: Ἀποτραυίχτηκα νὰ φτάσω ψηλὰ ἕνα κλαδὶ πολλαχ. 'Εποταυρίστηκα τ’ ἔκοψα ἕνα σταφύλιν Κύπρ. ᾿Εποταυρίστην ἡ κάτ-τα ’ς τὸ λαρδὶν ταὶ ’ὲν τὸ ἔφτασεν αὐτόθ. Ἔδωκέν του την τ’ ἔμεινεν ’ποταυρισμένος αὐτόθ. 2)Ἐκτείνω τὰ μέλη τοῦ σώματος ἐξ ὑπνηλίας ἢ ἀδιαθεσίας, σκορδινῶμαι πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.): Δὲν εἶμαι καλά, γιˬατὶ ἀποταυρίζομαι Κρήτ. Κἄτι λέπω ’ποταυρίζεσαι, θὰ κρύωτσες πιστεύω Μέγαρ. Μὴ ’πεταυρίζεσαι νὰ μὴ πάθῃς τίποτα Ἀρτάκ. Δὲ ξέρω τί τὸ Χάρω μ’ ἔχω σήμερα καὶ ’πεταυρίζουμ’ γούλ’ μέρα Σαρεκκλ. Τί ἔ’ τοὺ πιδὶ κὶ γούλου ἀπουταβιίζιτι; Σαμοθρ. Συνών. ἴδ. ἐν λ. ἀποκνεˬάζομαι, ἔτι συνών. ἀποτζιγκοῦμαι 1, ἀποτουντουνίζομαι (ἰδ. ἀποτουντουνίζω 3). Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Δουκ. ἐν λ. ἀποταυρίζειν «τὰ παρὰ φύσιν τὰ μέλη ἐκτείνειν σκορδινᾶσθαι ἔλεγον ἢ ἀποταυρίζειν». 3)Ἀπολαμβάνω τι, ἐπὶ ἀγροτικοῦ εἰσοδήματος Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἀπουτραυει͜ῶμι ἀκόμα ἀπ’ τ’ ἀμπέλι μ’. Εἶχι ἕνα χουραφά’ κιˬ ἀπουτραυει͜έταν ἀκόμα. 4)Ἀποσύρομαι ὅλως διόλου μακρὰν τῶν ἄλλων, οἱονεὶ ἀπομονώνομαι σύνηθ.: Ἀποτραυίχτηκε ’ς τὸ σπιτάκι της. Ἀποτραυίχτηκε ’ς τὴ γωνιˬὰ κιˬ ἄρχισε νὰ διˬαβάζῃ. Ὁ δεῖνα εἶναι ἀποτραυιγμένος ’ς τὸ σπίτι του καὶ δὲν τὸν βλέπει κἀνένας σύνηθ. Παdριφτοῦκαν κιˬ ἀπουτραυιχτοῦκαν μέσ’ ’ς τοῦ σπίτι dουν Λέσβ. || Φρ. Ἀποτραυει͜ῶμαι ’ς τὴ bάdα (εἰς οὐδὲν ἀναμειγνύομαι) Μύκ. Ἀποτραυει͜έμαι ’ς τὴ γωνιˬά μου (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Πελοπν. (Μάν.) Συνών. τῆς μετοχ. ἀποσυρτὸς Α2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/