ἀπραξία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπραξία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπραξία ἡ, λόγ. κοιν. ἀπραξίγιˬα Λέσβ. ἀπραξιˬὰ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἀπραγία Εὔβ. (Ἀνδρων.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)-Λεξ. Περίδ. Ἠπίτ. Μπριγκ. ἀπραγίγιˬα Πόντ. (Σούρμ.) ἀπραΐα Κάρπ. Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἀπραγιˬὰ Θήρ. Ἴμβρ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Ρόδ. Στερελλ. (Ἀράχ.) Σύμ.-ΙΚονδυλάκ. Πατούχ. 147 ἀπραχιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀναπραγιˬὰ Χίος ἀνεπραγιˬὰ Ἰων. (Κρήν.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπραξία, παρ’ ὃ καὶ μεταγν. ἀπραγία.
Σημασιολογία
1)Ἔλλειψις ἐργασίας λόγ. κοιν.: Ἀπραξία ’ς τὸ ἐμπόριο. Ἔχω μεγάλη ἀπραξία. Ἡ ἀπραξία μᾶς κατάστρεψε λόγ. κοιν. Γῆ τ’λιˬά μ’ ἔ’ ἀπραξίγις (δὲν ἔχω νὰ φάγω) Λέσβ. || Φρ. Ἀπραγιˬὲς νά ’χουν οἱ γιˬατροί! (ἀρὰ) Ρόδ. Ἀναπραγιˬὰ ’ς τὴν τέχνη του! (ἀρά, ἐπὶ ἰατρῶν) Χίος. Συνών. ἀδουλεψιˬὰ 1, ἀδουλιˬὰ 1, ἀπραγίλα 1. β)Ἀδράνεια, νωθρότης, ὀκνηρία κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν. Σούρμ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἡ ἀπραξία εἶναι κακὸ πρᾶμα. Αὐτουνοῦ τ’ ἀρέσει ἡ ἀπραξία. Πῶς τὰ πάς μὲ τὴν ἀπραξία; λόγ. κοιν. Τὸν καταστένει ἡ ἀπραγιˬὰ τὸν ἄνθρωπο χειρότερο ἀπὸ ζῷο ᾿Ιόνιοι Νῆσ. || Φρ. Ἀπραγία μ’ ἀπάνου σου! (εἴθε ἡ νωχέλειά μου νὰ μεταβιβασθῇ εἰς σέ! Ἀρὰ) Σούρμ. ᾿Επήραμεν τὴν ἀπραξία (ἐπὶ κόρης ὀκνηρᾶς καὶ διὰ τοῦτο δυσκόλως ὑπανδρευομένης) Μεγίστ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπράγεμα. 2)Καχεξία, ἰσχνότης, μαρασμὸς Πόντ. (Σάντ. κ.ἀ.): Ἀπραγίαν ἔει τὸ μωρὸν καὶ ’κ’ ἐπορεῖ νὰ πατῇ Πόντ. Συνών. ἀπράγιˬωμαν 2. β)Πελιδνότης, ὠχρότης τοῦ προσώπου προερχομένη ἐκ φόβου καὶ ἀποτροπιασμοῦ ἐπὶ τῇ θέᾳ νεκροῦ Πόντ. (Ἀμισ. Κοτύωρ. κ.ἀ.): Ἐπῳδ. Ἔπαρ’ τὴν ἀπραΐα σ’ | καὶ δός με τὴν ὑείαν μ’ (λεγομένη ὑπὸ τοῦ παθόντος, ἀφοῦ ἀναβῇ καὶ καταβῇ ἀπὸ μνήματος τινος νεκροταφείου πρὸς θεραπείαν) Ἀμισ. 3)Ἔλλειψις ἐμπειρίας, ἀδεξιότης, ἀνικανότης Θήρ. Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Ρόδ.-ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν.: Αὐτὸ τό ’καμα ἀπὸ ἀπραγιˬὰ Κεφαλλ. Ἤτονε δὰ μιὰ ’ολεˬὰ [φοβιτσάρις], μὰ τό ’χε ἀποὺ τὴν ἀπραγιˬὰ ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀπραγίλα 2. 4)Ἔλλειψις καλῶν τρόπων, ἀγροικία, ἀγένεια, ἀναίδεια Εὔβ. (Ἀνδρων.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κάρπ. Κωνπλ. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Στερελλ. (Ἀράχ.): Ἡ ἀπραγιˬά σου ἔχει νὰ κάμῃ! Ἀνδρων. Ἡ ἀπραγιˬά τ’ς δὲν μουλουγει͜έτι, ὅλου ἀτσαλιˬὲς κά’! Ἀράχ. ’Κεί’ ἡ καηˬμέ’ θάμαξι μὶ τὴν ἀπραχιˬὰ κὶ τὴν ἀνιντρουπιˬὰ τοῦ λύκου (ἐκ παραμυθ.) Ἀδριανούπ. Συνών. ἀπραγίλα 3. β)Τὸ νὰ εἶναί τις φίλερις, ἐριστικότης Σύμ. 5)Τὸ νὰ εἶναί τις ἀκοινώνητος, ἀποφυγὴ τῆς μετ’ ἄλλων συναναστροφῆς Κάρπ. Σύμ.: Ἀπραγιˬὰν ποῦ τὴν ἔχει ἔουτη! Σύμ. || Φρ. Ἀπραγιˬὰν νά ’χῃς! (εἴθε νὰ λείψῃ πᾶσα μετὰ σοῦ συναναστροφὴ. Ἀρὰ) αὐτόθ. Νά ’χῃ πίσσαν κιˬ ἀπραγιˬάν! (ἀρὰ) Κάρπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA