ἀφεντικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀφεντικὰ ἐπίρρ. πολλαχ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἀφεντικά. Ἰδ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν. Ε 1418 (ἔκδ. JLambert) «τὸ κάστρον τῆς καρδίας μου μόνη νὰ τὸ ᾿ποτάξῃς, | ἀφεντικὰ νὰ τὸ διαβῇς τὸν πύργον τῆς ψυχῆς μου».
Σημασιολογία
1) Κατὰ τὸν τρόπον τοῦ αὐθέντου, εὐδαιμόνως, πλουσίως ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι ἀφέντης και᾿ ἀφεντικὰ πορεύεται ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 61 || Γνωμ. Ὅπo͜ιος δὲ ντρέπεται | ἀφεντικὰ πορεύεται Λεξ. Δημητρ. 2) Ἐπὶ βοσκημάτων, κατὰ τρόπον συνεταιρισμοῦ τοιοῦτον, ὥστε ὁ ἰδιοκτήτης νὰ λαμβάνῃ ἐτήσιον μίσθωμα συμφωνημένον, μετὰ δὲ τὸ πέρας τῆς μισθώσεως ἴσον ἀριuμὸν βοσκημάτων καὶ τῆς αὐτῆς ἡλικίας τῶν παραδοuέντων εἷς τὸν βοσκὸν Πελοπν. (Ἀρκαδ.): Ἔδωκα τὰ πρόβατα άφεντικά. Συνών. ἀφεντικάτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA