ἀπότραφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπότραφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπότραφος ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τράφος.

Σημασιολογία

Τοῖχος χωρίζων δύο ἀγρούς: Παροιμ. Καλὸς κακὸς ἀπότραφος, πέdε δέκ’ ἀνέμους ἀπαdᾷ (καὶ μικρὰ προστασία παρέχει ὠφέλειαν. ἀπαdᾷ=ἐμποδίζει).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/