ἀποτρεχάμενος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτρεχάμενος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀποτρεχάμενος ἐπίθ. ἀμάρτ. ’ποτρεχάμενος Ρόδ. (Κάστελλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ρ. ἀποτρέχω.

Σημασιολογία

Ὁ ρέων: ’Ποτρεχάμενον νερὸ (κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στάσιμον). Συνών. τρεχούμενος (ἰδ. τρέχω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/