ἄπραχτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπραχτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄπραχτα ἐπίρρ. Θρᾴκ. (Αἶν.) ἄπραγα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ.-ΚΠαλαμ. Ἀσάλ. ζωὴ2 15-Λεξ. Κομ. Λεγρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεσν. ἐπιρρ. ἄπρακτα, ὃ παρὰ Μαχαιρ. (ἔκδ. RDawkins) 1, 656.

Σημασιολογία

1)᾿Εν ἀπραξίᾳ, ἀδρανῶς, νωθρῶς ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Κομ.: Ποίημ. Πῶς ἀκκούμπησες ἄπραγα τὸ δόρυ; ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. 2)Χωρὶς πρᾶξιν, ἐμπειρίαν, ἀδεξίως, ἀγροίκως, ἀναγώγως Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.)-Λεξ. Κομ. Λεγρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/