ἄπραχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπραχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄπραχτος ἐπίθ. ἄπρακτος Κάρπ. ἄπραχτος λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.) ἄπραχτους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἄπραγος κοιν. ἄπραγο Τσακων. ἄπραγους βόρ. ἰδιώμ. ἄπραος Ἄνδρ. Θήρ. Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μεγίστ. Νάξ. Πάρ. Σίφν. Σκῦρ. Σύμ. κ.ἀ. ἄπραους Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄπραχους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπρακτος, παρ’ ὃ καὶ μεταγν. ἄπραγος. Κατὰ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,109 τὸ ἄπραγος νεώτερος σχηματισμὸς ἐκ τοῦ ἀ- καὶ πράσσω.

Σημασιολογία

1)Ἐκεῖνος ποῦ δὲν κατώρθωσε νὰ φέρῃ τι ἢ δὲν ἔφερεν εἰς πέρας λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. ἐνιαχ. καὶ Πόντ. (Οἰν. Χαλδ.): Πάει, μὰ κάθε φορὰ γυρίζει ἄπραχτος. Τὸν ἐστείλαμε νὰ τελειώσῃ τὴν δουλει͜ὰ κ’ ἦρθε ἄπραχτος λόγ. κοιν. Ἐπῆεν τσ’ ἦρτεν ἄπραος Μεγίστ. Πῆγι καὶ γύρ’σι ἄπραους Λέσβ, || ᾎσμ. Στέλ-λει ’κονόμους ’ώεκα, νοάρους δεκαπέντε, οὕλοι ’υρίζουν ἄπραχτοι καὶ καταφρονεμένοι Κάρπ. β)Ἀδρανής, νωθρός, ὀκνηρὸς πολλαχ. καὶ Πόντ. Χαλδ.): Μὴν κάθεσαι ἄπραγος κ’ εἶναι κακὸ πρᾶμα. Κάνε γρήγορα τὴ δουλει͜ά σου, ἄπραγε ἄνθρωπε! Ὁ δεῖνα εἶναι σπίρτο, φωτιˬά, μὰ ὁ δεῖνα εἶναι ἄπραγος πολλαχ. γ)Ἄεργος Σκόπ. κ.ἀ.: Ἄπραγους καθούτανι οὕλουν τοὺν κιρό τ’ Σκόπ. Συνών. ἄνεργος 1. δ)Ἄχρηστος, ἀνωφελὴς Λέσβ. Μακεδ. (Γκριντ.) κ.ἀ. 2)Ὁ μὴ ἔχων πεῖραν, ἄπειρος σύνηθ. καὶ Τσακων.: Εἶναι ἄπραγος ἄνθρωπος καὶ θὰ τοῦ καταφέρουν κἀμμιˬὰ δουλει͜ά. Εἶναι τέλεια ἄπραγη ἡ δεῖνα. Παιδὶ ἄπραγο εἶναι καὶ δὲν ξέρει τὰ πράματα σύνηθ. β)Ἀθῷος, ἀπονήρευτος Ἤπ. Πάρ. Τσακων. κ.ἀ.: Ἄπραο παιδὶ Πάρ. γ)Ἠλίθιος, βλάξ ἐνιαχ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄνογος. 3)Ὁ στερούμενος καλῶν τρόπων, ἀγροῖκος, βάναυσος πολλαχ.: Δὲν ξέρει νὰ φερθῇ, εἶναι ἄπραγος ἄνθρωπος. Καλὸς ἄθρωπος, μὰ εἶναι λίγο ἄπραγος πολλαχ. Τά δ’κά μας παλληκάριˬα εἶνι κουμματά’ ἄπραχα κὶ δὲ θέλου νὰ ντρουπιˬαστοῦμι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπότομος 4. β)Κακοήθης Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Βιθυν. Μακεδ. (Σιάτιστ) κ.ἀ. γ)Φίλερις Σύμ. δ)Ἀπρόσεκτος Πελοπν. (Λάκων.) ε)Ἀκατάστατος, ὁ μὴ ἔχων τάξιν Πόντ. (Οἰν.): Ἄτσαλος κιˬ ἄπραχτος. ς)Κακόσχημος, ἐπὶ σώματος Θρᾴκ. (Αἶν.): Τί κουρμὶ ἄπραχτου! ζ)Ἀνεπιτήδευτος, ὀξύς, ἐπὶ φωνῆς Θρᾴκ. (Αἶν.) 4)Ὁ ἀποφεύγων τὴν μετὰ τῶν ἄλλων συναναστροφὴν Θρᾴκ. (Καλαμίτσ.) Νίσυρ. Σύμ.: Κακόμοιρε, ἄπραγος ποῦ εἶσαι! Νίσυρ. Ἡ δεῖνα εἶναι ἄπραχτη Καλαμίτσ. Συνών. ἀγειτόνευτος, ἀγειτονίαστος, ἀκοινώνητος 1, ἄκριτος 3, ἄσμιχτος, ἀσυνανάστρεφτος, μονόχνοτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/