ἀφεντότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφεντότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφεντότοπος ὁ, Ἤπ. (Ἄρτ.) Πελοπν. (Μεσσ.) -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀφέντης καὶ τόπος.
Σημασιολογία
1) Τόπος, γῆ ἀνήκουσα εἰς αὐθέντην, ἄρχοντα Πελοπν. (Μεσσ.) Πβ. ἀφεντοχώρι. 2) Τόπος κατοικούμενος ἢ ἄξιος νὰ κατοικῆται ὑπὸ ἀρχόντων Λεξ. Δημητρ.: Τὸ δεῖνα μέρος εἶναι ἀφεντότοπος. 2) Κύριος τόπου, γῆς (ἡ σημ. κατὰ τὴν ἀντίστροφον σύνθεσιν) Ἤπ. (Ἄρτ.) Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Πβ. ἀφεντάμπελος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA