ἀποτρίβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτρίβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτρίβω Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Μυριόφ. Στέρν.) Πελοπν. (Μάν.) ἀποτρίβγω Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀπουτιίβου Σαμοθρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποτρίβω.

Σημασιολογία

1)Κάμνω ἐντριβάς, τρίβω Ἀθῆν. Κρήτ.: Ἀποτρίβγει μὲ λᾴδι τὸ μέρος ποῦ πονεῖ Κρήτ. Ἔτριβε τὰ μάτιˬα της κιˬ ἀποτριβότανε σὰν νὰ εἶχε ξυπνήσει ἐκείνη τὴ στιγμὴ (ἐκ παραμυθ.) Ἀθῆν. 2)Ρίπτω τὸ ἄνθος, ἐπὶ φυτῶν ὅταν ἀρχίζῃ ὁ σχηματισμὸς τοῦ καρποῦ Θρᾴκ. (Μυριόφ. Στέρν.) Σαμοθρ.: Ἀπότριψαν τ’ ἀμπέλιˬα Μυριόφ. Ἀπότριψε ἡ μαναγουσεˬὰ Στέρν. Ἀπουτιίψαν τὰ λουλούδιˬα Σαμοθρ. 3)Τελειώνω τὸ τρίψιμον Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μάν.): Ἀπότριψε πρῶτα τὰ ροῦχα κ’ ὕστερα πάς Ἀπύρανθ. Ὥσπου νὰν τ’ ἀποτρίψω θὰ μὲ πάρ’ ἡ νύχτα Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/