ἀποχωσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχωσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχωσιˬάζω Χίος

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποχωσιˬάζω. Πβ. Χρον. Μορ. Η στ. 1066 (ἔκδ. JSchmitt) «ἐνταῦτα ἀπεχωσιάσασιν γύροθεν οἱ χωσίες».

Σημασιολογία

Ἐκβάλλω τινὰ ἀπὸ τὴν χωσιˬά, τὴν κρύπτην. Συνών. ξεχωνιˬάζω, ξεχωσιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/