ἄφεσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄφεσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἄφεσι ἡ, λόγ. σύνηθ. καὶ Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἄφεσις.
Σημασιολογία
Ἀπόλυσις, ἀπαλλαγὴ ἀπό τινος, ἰδίᾳ ἀπὸ τῆς στρατιωτικῆς θητείας ἔνθ’ ἀν.: Παίρνω ἄφεσι Καλὴ ἄφεσι! (εὐχὴ) σύνηθ. || Φρ. Ἐπῆρε ἄφεσι (παρεφρόνησε) ἀγν τόπ. Σήμερα ἦρθε ὁ παππᾶς καὶ μᾶς ἔκανε παράκλησι ὑπὲρ ὑγείας καὶ ἀφέσεως (ἐνν. τῶν ἁμαρτιῶν) Ἤπ. Συνών. ἀπολυμός, ἀπόλυσι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA