ἀφετάρικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφετάρικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀφετάρικος ἐπίθ. Κρήτ. ἀθετάρικος Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀφετὸς καὶ τῆς καταλ. -άρικος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀφειμένος, ὁ ἀκωλύτως καὶ ἀνεπιτηρήτως περιφερόμενος καὶ δυνάμενος νὰ βόσκῃ ὅπου τύχῃ, ἐπὶ ζῴου. Συνών. ἀπολυτὸς Α 1, ἀφετὸς 2. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ἀκόλαστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA