ἀποτρομάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτρομάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτρομάζω Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σάντ.Τραπ. Χαλδ.)-ΑἘφταλ. Μαζώχτρ. 201 καὶ 245.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τρομάζω.
Σημασιολογία
1)Ἀποβάλλω τὸν φόβον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Οὓς ἀτώρᾳ ἐτρόμαζα, ἀτώρᾳ ἐπετρόμαξα Τραπ. Τρομάζ’ κιˬ ἀποτρομάζ’ Χαλδ. 2)Τρέμω πολύ, φοβοῦμαι Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.)-ΑἘφταλ. ἔνθ’ ἀν. 245: ᾿Αποτρομάζ’ ἀπάν’ ’ς σ’ ἄλογον ἀτ’-ἀπάν’ ’ς σὸ κεπίν ἀτ’-ἀπάν’ ’ς σὸ παιδίν ἀτ’-ἀπάν’ ’ς σὸ πρᾶμαν ἀτ’ κτλ. (φοβεῖται ὑπερβολικὰ διὰ τὸ ἄλογό του, διὰ τὸν κῆπόν του, διὰ τὸ παιδί του, διὰ τὸ πρᾶγμά του μήπως δηλ συμβῇ κακόν τι ἢ ζημία τις εἰς αὐτὰ) Κερασ. Σάντ. Νὰ μὴ τὰ δῇ ὁ κόσμος κιˬ ἀποτρομάξῃ ΑἘφταλ. ἔνθ’ ἀν. Καὶ μέσ. Κερασ.: Ἀτόσον ἀποτρόμαγμαν ἀποτρομάχκεται! Μετοχ. ἀποτρομαγμένος οὐσ., ὁ μονογενὴς υἱὸς (περὶ τοῦ ὁποίου διαρκῶς φοβοῦνται οἱ γονεῖς μήπως πάθῃ τι) Ἴμερ. Τραπ. || ᾎσμ. Ἀιλλοὶ ποῦ ἔ’ τὰ μοναχὰ καὶ τ’ ἀποτρομαγμένα Ἴμερ. 3)Μετβ. προξενῶ εἴς τινα τρόμον, φοβίζω Α᾿Εφταλ. ἔνθ’ ἀν. 201: Ἄχ, πῶς μ’ ἀποτρομᾴζεις, μάννα, μ’ αὐτά σου τὰ ὄνειρα!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA