ἀπόψε
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόψε
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόψε ἐπίρρ. κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Σινασσ.) ἀπόσπε Καλαβρ. (Κοντοφ. Χωρίο Ροχούδ.) ἀπόψι βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀπόι Μακεδ. (Κοζ. Χαλκιδ.) ἀβόψι Καππ. (Σίλ.) ἀπόψ’ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κρώμν. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποψὲς Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) ἀπόψες Κρήτ. Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Μακεδ. (Καστορ.) ἀπόψα Βιθυν. (Κατιρ.) Δαρδαν. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Καλλίπ.) Ἰκαρ. Καππ. (Ἀραβάν.) Χηλ. κ.ἀ. ἀόψε Σίφν. Σύμ. ἄοψε Χίος (Ἔλυμπ.) ’πόψε Κύπρ. Τῆλ. κ.ἀ. ’πόψες Σέριφ. ’πόιν Μακεδ. (Γκιουβέσν.) ’πόψι Θεσσ. Μακεδ. (Σνίχ. κ.ἀ.) ’πόψα Α.Ρουμελ. (Μεσημβρ. Καρ. Σωζόπ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Μάλγαρ. Σαρεκκλ.) Καππ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιρρ. ἀποψέ, παρ’ ὃ καὶ μεσν. ἀπόψε. Ὁ τύπ. ἀπόψα, ὃς καὶ ἐν παπύρῳ τοῦ 7ου αἰῶνος παρὰ SKapsomenakis Voruntersuch. zu einer Gramm. der Papyri 80, προῆλθεν ἐκ μεταπλασμοῦ κατὰ τὰ εἰς -α ἐπιρρ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,100. Ὁ τύπ. ἀπόψες κατὰ τὰ ἄλλα εἰς -ες ἐπιρρ. ποτές, τίποτες, τότες κτλ. Ὁ τύπος ἀόψε κατ’ ἀνομ., ἐκ τούτου δὲ περαιτέρω ὁ τύπ. ἄοψε, περὶ οὗ ἰδ. HPernot Phonét. des parlers de Chio 187.
Σημασιολογία
1)Κατὰ τὴν νύκτα τῆς παρελθούσης ἡμέρας σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Χαλδ. κ.ἀ.): Δὲν κοιμήθηκα καλὰ ἀπόψε. Ἄσκημο ὄνειρο εἶδα ἀπόψε. Ἀπόψε ἔβλεπα ’ς τ’ ὄνειρό μου ὅτι ἐκέρδισα πολλὰ χρήματα. Ἀπόψε ἤρθανε νὰ μᾶς κλέψουνε λωποδύτες σύνηθ. Ἀπόψ’ καλὰ ἐκοιμέθα Κερασ. Χαλδ. || ᾌσμ. ’Πόψα Χριστὸς γεννήθηκε κ’ ἡ κόσμος δὲν τὸ νοι͜ώνουν Α.Ρουμελ. (Καρ.) Ἀπόψ’-ιν τὰ μεσάνυχτα ἔρθεν ἡ περιστέρα, ἐκούξεν καὶ-ν-ἐγνέφ’σε με κ’ εἶπε με καλησπέρα (ἐγνέφ’σε=ἐξύπνησε) Κρώμν. Ἀπόψ’ ἡ νύχτα δίπλασεν καὶ ὁ φέγγον ἐπιˬάστεν καὶ τὸ δικό μου τὸ πουλλὶν ἔξ’ ἐπαραβραδστεν (φέγγον=φεγγάρι) Κερασ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποσπέρα 2. 2)Κατὰ τὴν ἑσπέραν ἢ νύκτα τῆς παρούσης ἡμέρας κοιν. καὶ Καλαβρ. (Κοντοφ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Ἀραβάν. Σίλ. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.): Τί θὰ φάμε ἀπόψε; Ἀπόψε θὰ μείνω ’ς τὸ σπίτι. Ἔλα ἀπόψε νὰ φάμε μαζί. Ἀπόψε θὰ ξενυχτήσω. Νὰ ’ρθῇς ἀπόψε χωρὶς ἄλλο κοιν. Ἂς μένω ἀπόψ’ καὶ πουρνὰ πάγω Κρώμν. Ἀπόψι θενὰ ἔχουμε γομᾶτον τὸν φεγγάριν Οἰν. ’Πόψα πίρμη ’αλήσῃ τὸ ’λαχτόρι (κατὰ ταύτην τὴν νύχτα πρὶν λαλήσῃ ὁ ἀλέκτωρ) Καππ. || Παροιμ. Ἄντρα θέλω, ἀπόψε τὸν θέλω (ἐπὶ τῶν ἀνυπομόνων) Κάρπ. Ἀπόψε μὲ τὸν ἄνεμο | κιˬ αὔριο μὲ τὸν ἄγουρο (ἐπὶ τῶν ὑπομενόντων μεγίστας ταλαιπωρίας δι’ ἐλπίδας ἀβεβαίους) Ἤπ. || ᾌσμ. Μάννα, νερὸ δὲν ἔχουμε καὶ τί θὰ πιˬοῦμε ’πόψα; Σωζόπ. Κάτσι, μάννα μ’, κόμα ’πόψι νὰ χουρτάσουμι κουβέντα Σνίχ. Συνών. ἀπόσπερα 1, ἀποσπέρα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA