ἀποτρώγω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποτρώγω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποτρώγω (ΙΙ) σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπουτρώγου βόρ. ἰδιώμ. ἀποτρώω Ἄνδρ. κ.ἀ. ἀποτρώου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Σκῦρ. ἀπουτρώου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀποτρὼ Πελοπν. (Οἰν.) ’ποτρώγω Κρήτ. ’ποτ-τρώω Χίος (Πυργ.) ’ποτρώω Ρόδ. κ.ἀ. ’πουτρώου Εὔβ. (Στρόπον.) ἀποτοὺ Τσακων. Ἀόρ. ἀπόφαγα κοιν. ἐπέφαγα Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Μετοχ. ἀποφαγωμένος πολλαχ. ἀποφαωμένος Ζάκ. Νάξ. κ.ἀ. ἀπουφαουμένους Ἤπ. κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποτρώγω. Διὰ τὸν τύπ. Τσακων. ἀποτού, ἐν ᾧ τὸ τ ἐκ τοῦ τρ, πβ. καὶ μετυία (μητρυιά), τίχε (τρίχες) κττ.

Σημασιολογία

1)Τελειώνω τὸ φαγητόν, παύω νὰ τρώγω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἅμα ἀποφάτε, ν’ ἀρχίσετε δουλει͜ά. Ὅ,τι ἀποφάγαμε, ἦρθε κ’ ἐκεῖνος. Σὰν ἀποφάγαμε, ἄρχισε ἡ βροχή. Μόλις ἀπόφαγα, ἔπεσα νὰ κοιμηθῶ. Ἂν ἀπόφαες, σήκω νὰ μοῦ φέρῃς λίγο νερὸ κοιν. Οἱ μισοὶ ἦταν ἀποφαωμένοι ποῦ οἱ ἄλλοι ὅ,τι ἄρχιζαν Ζάκ. ᾿Εμεῖς τρώμε μέρα μέρα, μέσ’ ’ς τὰ σούρουπα ’μεσταν ἀποφαωμένοι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἦρθι ἀπουφαουμένους Ἤπ. (Ζαγόρ.) || Φρ. Ἔφαϊ κιˬ ἀπόφαϊ (ἀπέθανε) Στερελλ. (Αἰτωλ.) || Παροιμ. φρ. Νίψου κιˬ ἀποφάγαμε (ἐπὶ προώρου ἀποτυχίας ἐπιχειρήσεως ἢ ἐπὶ ἀποστερήσεως προσδοκωμένου κέρδους. Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 2,396) πολλαχ. Νίψου κιˬ ἀπουφάγαμ’ ἀπ’ ἀμπέ’! (κατεστράφη τὸ ἀμπέλι ἐκ θεομηνίας) Αἰτωλ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ 1,198 (ἔκδ. RDawkins) «ἐκάλεσέν τους νὰ φάσιν μετά του καὶ ὅνταν ἐποφάγασιν, ἐσηκώθην ὁ μισὲρ κτλ.! καὶ 1,658 «ἅνταν ἐπόφαγεν ὁ ρῆγας, ἦρταν κἄτινες ὅπου ἐφέραν μαντᾶτον τοῦ ρηγός». 2)Τρώγω τι ἐντελῶς σύνηθ.: Εἶναι τόσο πολὺ αὐτὸ ποῦ μᾶς δώσατε, ὥστε δὲ μποροῦμε νὰ τὸ ἀποφάμε σύνηθ. Τὸ μουσκάρι ἐπόφαε τ’ ἄχερα Κρήτ. Βρῆκα τ’ ἀμπέ’-τοὺ χωράφ’ ἀπουφαουμένου ἀποὺ τὰ πρόβατα Ἤπ. Τὰ λεˬοντάριˬα μήτε νὰ τὸν ἀποφάνε δὲν ἐβαστάξανε παρὰ ψοφήσανε (ἐκ παραμυθ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Παροιμ. φρ. Ὅλο τὸ βόιδι ἀπόφαε καὶ ’ς τὴν ὀρὰ ἀπόστασε (ἐπὶ τοῦ ἀποκάμνοντος εἰς τὸ τέλος ἔργου τινὸς καὶ μὴ ἀποπερατοῦντος αὐτὸ) Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/