ἀποδοσίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδοσίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποδοσίδι τό, σύνηθ. ἀποδοσίδ’ Μύκ. Πάρ. (Λεῦκ.) ἀπουδουσίδ’ Σάμ. ἆπεδοσίδ’ Πάρ. (Λεῦκ.) ἆποσίι Κάρπ. ’ποδοσίδι Ἰων. (Κρήν.) Κέως Κύθηρ. Μῆλ. κ.ἀ. ’πουδουσίδ’ Σάμ. Πληθ. ἀποδοσίζια Σέριφ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόδοσις καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 38 (1926) 6 καὶ ΒΦάβην ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918/2Ο) 180 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Δῶρον γινόμενον πρός τινα ὡς ἀντίδωρον ἢ εἰς ἔνδειξιν εὐγνωμοσύνης σύνηθ.: Ἀποδοσίδιˬα εἶχα σήμερο Θήρ. Χαρὰ ’ς τοὺ ’πουδουσίδ’ (ἐπὶ εὐτελοῦς δώρου) Σάμ. || Παροιμ. Τοῦ φτωχοῦ τ᾿ ἀποδοσίδι | δυˬὸ ἐλα͜ιὲς κ’ ἕνα κρεμμύδι (ἐπὶ εὐτελοῦς δώρου πτωχοῦ) σύνηθ. Συνών. ἀποδοσούδι. 2) Ἀντίτιμον πράγματός τινος τὸ ὁποῖον ἀγοράζομεν ΣΣκίπη Ἀπέθαντ. 118: Ποίημ. Κ’ ἐγώ θ’ ἀνοίξω κρασομάγαζο | Φαλερνικὸ κιˬ ὅσοι διψοῦνε δίχως άποδοσίδι ἄς ἔρθουνε | νὰ τοὺς κεράσω καὶ νὰ πιοῦνε. 3) Πᾶν ὅ,τι ἡ γῆ καλλιεργουμένη ἀποδίδει ΑΚαρκαβίτσ. Ἀρχαιολόγ. 79 ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι καὶ ἀντίλογ 114: Δίπλα ἕνα κελλάρι γιὰ τ᾿ ἀποδοσίδιˬα τῆς γῆς καὶ γιˬὰ τὰ ὕπεργα ΑΚαρκαβιτσ. ἔνθ’ ἀν. Ὅλα τὰ δεντρικὰ δικά σας εἶναι κιˬ ὅλα τ’ ἀποδοσίδιˬα τοῦ περιβολιˬοῦ ΓΒλαχογιάνν ἔνθ᾽ ἀν. Διὰ τὴν σημ. πβ. ἀρχ. ἀποδίδωμι=παράγω, ἀποφέρω. β) Οἱονδήποτε προϊόν, οἷον βιομηχανικὸν ἢ ἄλλο ΓΒλαχογιάνν. ἐν Προπυλ. 1,237: Τοῦ Βλάχικου ἀργαλε͜ιοῦ τ’ ἀποδοσίδιˬα. 4) Ἡ ὑποχρεωτικὴ εἰς εἶδος προσφορὰ τῶν καλλιεργητῶν τῶν κτημάτων πρὸς τοὺς ἰδιοκτήτας αὐτῶν Ναξ -Λεξ. Βλαστ. Συνών. μορτή. 5) Πᾶν ὅ,τι ἀποστέλλει τις ὡς δῶρον πρὸς οἰκεῖον ἢ φίλον ἐν τῇ ξένῃ εὑρισκόμενον ἢ καὶ ἐκεῖθεν λαμβανόμενον συνήθως δι᾽ ἰδιώτου ταχυδρόμον Ἀθῆν. Ἀμοργ. Ἄνδρ. Εὔβ. (Καλύβ) Θήρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κέως Κύθηρ. Κύθν. Μῆλ. Μύκ. Νάξ. Πάρ. (Λεῦκ.) Σίφν. Σμύρν. Σῦρ. Τῆν Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) Ψαρ.-ΓΞενοπ. Κόσμ. 166 -Λεξ. Ἐλευθερουδ. Μ.’Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.: Μοῦ ᾿πεψ᾿ ἄdρας μου γραφὴ κι ἀποδοσίδια Θήρ. Νὰ μὴ χάσης τ᾿ ἀποσίι ποῦ σοῦ γίω (δίδω) Κάρπ. Ἔστελνε τῆς Ἀνθῆς κἀνένα ραβασάκι καὶ κἄποτε κάνε’ν’ ἀποδοσίδι μὲ τὸν ταχυδρόμο ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Σὰν ἦταν νὰ ταξιδευτῇς τοῦ Χάρου τὸ ταξίδι, πῶς δὲν μᾶς τό ’πες ἀπὸ χτὲς νὰ στείλω ἀποδοσίδι; (μοιρολ) Χίος. Συνών. ἀποδοσίμι. β) Δέμα ἀποστελλόμενον πρός τινα διὰ τοῦ ταχυδρομείου ἢ δι’ ἰδιώτου ταχυδρόμου Εὔβ. (Καλύβ.) Νάξ. Σίφν. Τῆν. Ἔχεις κἄτι ἀποδοσίδια, νὰν τὰ πάρῃς Καλύβ. Εἶχα κἄτι ἀποδοσίδιˬα καὶ τά ’λαβα αὐτόθ Συνών. ἀμανάτι Α 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA