ἀποδότης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδότης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποδότης ὁ, Πελοπν.(Καλάμ. Μάν.) -Λεξ.Μ.᾽Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἄπαδότ’ς Θρᾴκ. (Σουφλ.) ᾿ποδότης Πελοπν. (Μάν.) ἀπαδότα Τσακων.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀποδότης. Πβ. ΙΒογιατζίδ. ἐν Ἀθηνᾷ 27 (1914) Λεξικογρ. Ἀρχ. 124
Σημασιολογία
1) ᾿Εργάτης μεταφέρων τὸν πηλὸν καὶ παραδίδων αὐτὸν εἰς τοὺς κτίστας, πηλοφόρος Πελοπν. ( Καλάμ. Μάν.) Τσακων.: Ὁ δεῖνα εἷναι ἀποδότης Μάν. Εἴχανε μάστορη ’ς τὸ σπίτι, πήρανε καὶ μένα ἀποδότη αὐτόθ. Συνών. πουργὸς (ἰδ. ὑπουργός). 2) Γεωργικὸν ἐργαλεῖον σιδηροῦν ἐν σχήματι περόνης μὲ στειλεὸν ξύλινον διὰ τοῦ ὁποίου λαμβάνονται τὰ δέματα τοῦ χόρτου ἢ τῶν σιτηρῶν, οἷον σίτου, κριθῆς, σανοῦ, καὶ φορτώνονται ἐπὶ ἀμάξης ἢ ἀποτίθενται ὑψηλὰ ἐπὶ τῆς θημωνιˬᾶς Θρᾴκ. (Σουφλ.) -Λεξ. ΜἘγκυκλ. Πρω. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA