ἀποδουλεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποδουλεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποδουλεύω Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. δουλεύω.
Σημασιολογία
1) Περατῶ τὴν ἐργασίαν μου Κρήτ.: Ἀκόμης δὲν ἀποδουλέψετε, μωρ’, ἐτουδὰ νά ’ρθετε κιˬ ἀποπαὲ νὰ μ’ ἀϊδάρετε κ’ ἐμένα; Συνών. ἀποδουλίζω. 2) ᾿Εργάζομαι πολὺ Πελοπν. (Μάν.): ᾎσμ. Δούλεψε κιˬ ἀποδούλεψε κ’ ἔπεσε ν’ ἀνασάνῃ (μοιρολ.) Συνών. παραδουλεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA