ἀποτσακώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσακώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποτσακώνω Ἤπ. Μέσ. ἀποτσακοῦμαι Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τσακώνω.
Σημασιολογία
1)Συλλαμβάνω Ἤπ.: ᾎσμ. Τοῦτο τὸ καλοκαίρι θὰ γένω κυνηγὸς κιˬ ἂ δὲ σ’ ἀποτσακώσω, θὰ τρελλαθῶ ὁ ὀρφανός. Συνών. πιˬάνω, τσακώνω. 2)Μέσ. θερμαίνομαι ὀλίγον τι, γίνομαι χλιαρὸς Πόντ. (Ἴμερ. Χαλδ.): Ἐπετσακῶθεν τὸ νερόν. Συνών. τσακίζω. 3)Μέσ. ἀποκτῶ δεξιότητά τινα. Πόντ. (Ἴμερ.): Ἄς ἀποτσακοῦνταν τὰ έρ σ’!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA