ἀποδοχαριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδοχαριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποδοχαριˬάζω ἀμάρτ. ’ποδοχαριˬάζω Τῆλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποδοχάρι.

Σημασιολογία

᾿Εγκλείω τὰ ζῷα ἐντὸς μάνδρας, σπηλαίου κττ. Συνών. μαντρώνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/