ἀπόχωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόχωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόχωμα τό, ἀμάρτ. ἀπόχουμα Μακεδ. (Βελβ.) Πληθ. ’ποχώματα Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. χῶμα.
Σημασιολογία
1)Πληθ., τὸ ὑπόλειμμα τοῦ σιταριοῦ μαζὶ μὲ χώματα τὸ ἀπομένον εἰς τὸ ἁλώνι Ρόδ. Συνών. ἀποσίταρο. 2)Γῆ ἀργιλλώδης χρήσιμος πρὸς τεκτονικὴν χρῆσιν Μακεδ. (Βελβ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA