ἀποδωρεὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποδωρεὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποδωρεὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀπουδουρεˬὰ Στερελλ. (Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. δωρεὰ.

Σημασιολογία

᾽Απολαβή, ἀνάπαυσις, ἀνακούφισις: Ὥς τὰ σήμερα δὲν εἶδα ἀπουδουρεˬὰ. Δὲν εἶδα ἀπουδουρεˬὰ ἀπὸ τοὺς γιˬούς μου. Νὰ μὴ δῇς ἀπουδουρεˬὰ! (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/