ἀποχωρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχωρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχωρίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀποχωρίζου Πελοπν. (Λάκων.) ἀποχουρίζου Τσακων. ἀπουχουρίζου βόρ. ἰδιώμ. ἀποχωρίτζω Κάρπ. ’ποχωρίζω Ἰων. (Ἐρυθρ.) Κύπρ. Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. κ.ἀ. ’πουχουρίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. ἐπιχωρίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποχωρίζω.

Σημασιολογία

1)Διακρίνω, ξεχωρίζω τινὰ ἀπό τινος Τσακων.: Ὦνιˬ ἀποχουρίζου ντι ἀπὸ τὸν ἀιθί μι (δὲν σὲ ξεχωρίζω ἀπὸ τὸν ἀδελφόν μου, σὲ θεωρῶ ὡς ἀδελφόν). 2)Διασπῶ τὰ μόλις συγκρατούμενα μέρη πράγματός τινος, οἷον ξύλου, πηλίνου ἀγγείου κττ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἐπεχώρτσα ἕναν σανίδ’ κισμένον Τραπ. Ἀποχώρτσον τὸ ξύλον Χαλδ. 3)Χωρίζω ἀπ’ ἀλλήλων σύνηθ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Βάλθηκε αὐτὴ ἡ παλα͜ιογυναῖκα ν’ ἀποχωρίσῃ τὸ ἀντρόγυνο. Ν’ ἀποχωρίσῃς τὰ στεῖρα ἀπὸ τὰ γαλάριˬα-τὰ σκύβαλα ἀπὸ τὸ σιτάρι κττ. σύνηθ. ᾿Εντöκιˬούευαν κ’ ἐσέβα ἀνάμεσα τουν κ’ ἐπεχώρτσ’ ἀτ’ς (ἐντöκιˬούευαν=ἀλληλοεδέρνοντο) Τραπ. Ὁ δεῖνα ἐπεχώρισε ἀσ’ ἐμᾶς τὸ παιδί μουνα Ὄφ. || ᾌσμ. Ὀχτρὸς ἔμπην ’ς τὴν μέσην μας γιˬὰ νὰ μᾶς ’ποχωρίσῃ Κύπρ. Ἀγάπη καὶ πολὺ σεβδᾶ ποῦ εἴχαμε τὰ δυˬό μας κιˬ ὅπο͜ιος μᾶς ἀπεχώρισεν νὰ λάβῃ τὸν καμόν μας Νίσυρ. Ἰγώ ’χου τιτραβάγγιλου νὰ σᾶς ἀπουχουρίσου, μάννις χουρίζου ἀπ’ τὰ πιδιˬὰ κιˬ ἀδέρφιˬ’ ἀποὺ τ’ ἀδέρφιˬα (ἐκ μοιρολ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Καὶ ἀμτβ. χωρίζομαι σύνηθ. Φιληθήκανε κιˬ ἀποχωρίσανε σύνηθ. || Γνωμ. Τ’ ἀδέρφιˬα ὅταν σμίγουνε, ὁ ἥλιˬος ἀνατέλλει, κιˬ ὅταν ἀποχωρίζουνε, πάει καὶ βασιλεύει Αἴγιν. || ᾌσμ. Ἐχτρὸς ἦμπε ’ς τὴ μέση μας γιˬὰ νὰ μᾶς ’ποχωρίσῃ κ’ ἐμεῖς δὲ ’ποχωρίζομε, γλινό μου κυπαρίσσι (γλινὸ=λιγνὸ) Ἰων. (Ἐρυθρ.) Μονάχα ’ς τὴ ριζούλλα μου ἀντρόγυν’ εὐλογήθη κιˬ ὅρκο ’κανε ’ς τοὺς κλώνους μου νὰ μὴν ἀποχωρίσῃ Ἤπ. Καὶ μέσ. ἀπομακρύνομαι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τοὺς φίλους του σύνηθ. ’Κ’ ἐπόρεσα ν’ ἀποχωρίγουμαι ἀσ’ σὴ μάννα μου Τραπ. || ᾌσμ. Ἀχπάσκουμαι καὶ ’ς σὰ μακρ, ’ς σὴν ξενιτν θὰ πάω καὶ πῶς θ’ ἀποχωρίουμαι ’κὶ ξέρω ντό θὰ φτάω (ἀχπάσκουμαι=ἐκκινῶ) Πόντ. Ὅταν σὶ βλέπου, χαίρουμι κὶ τοὺν Θιὸ δουξάζου, κιˬ ὅταν ἀπουχουρίζισι, τοὺ θάνατου φουνάζου Ἄνδρ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1, 150 (ἔκδ. RDawkins) «τὸ πρῶτον κάτεργον ἀποχωρίσθην» Καὶ μέσ. ἀλληλοπαθὲς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.): Ἀποτότε ποὺ ἀποχωριστήκαμε δὲν τὸν ξαναεῖδα. Ἀποχωριστήκαμε σὰν ἀδέρφιˬα σύνηθ. Πῶς ν’ ἀποχωρίουμεστιν! Κερασ. || ᾌσμ. ’Πουντὰν ἐποχωρίστημεν, λουλούδι μου κιˬ ἀτλάζι, ἔβγαλα πάνω ’ς τὴν καρδιˬὰ ἀγιˬάτρευτο μαράζι Τῆλ. Τ’ ἀδέρφιˬα μίλιν πορπατοῦν ταὶ μίλιν συντυχάν-νουν ταὶ μίλιν συλλοῒζονται ποῦ ’ν νἀ ’ποχωριστοῦσιν Κύπρ. Μὰ δὲν ἠξέρω, μάθιˬα μου, τὸ τί ἐποϊνῆκα, γιˬὰ πῆρε dη γιˬὰ πῆρε dο γιˬὰ ἐπιχωριστῆκα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 8515 (ἔκδ. JSchmitt) «ὅρκον νὰ ποιήσω πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ ἀπεχωριστοῦμε». 4)Χωρίζομαι, ἀπομακρύνομαί τινος μετ’ ἀντικ. δηλοῦντος τὸ πρόσωπον ἢ πρᾶγμα ἀπὸ τοῦ ὁποίου γίνεται ὁ χωρισμὸς Νίσυρ. Πελοπν.: ᾌσμ. Ποῦ ’ποχωρίζει σήμερον μένα ὁ ἀδερφός μου Νίσυρ. Μάννα, ἔπλυνα κιˬ ἀπόπλυνα, ’ς τὸ σπίτι δὲ γυρίζω, τὸν κυνηγὸ ποῦ μ’ ἔπιˬασε δὲν τὸν ἀποχωρίζω Πελοπν. Καὶ μέσ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ὁ δεῖνα δὲν ἀποχωρίζεται τὴ μάννα του-τὰ παιδιˬά του-τὸ τσιγάρο του- τὸ μπαστούνι του κοιν. Πῶς ν’ ἀποχωρίσκουμαί σε; Τραπ. ’Κ’ ἐπορῶ ν’ ἀποχωρίγουμαί σε Χαλδ. || ᾎσμ. Τώρα ’φτασε τὸ τέρμενο κ’ ἡ ὥρα ἡ πικραμένη ποῦ θὰ μᾶς ἀποχωριστῇς, λαμπάδα μου γραμμένη! (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/