ἀποειλζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποειλζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποειλζω Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. *εἰλεάζω παρὰ τὸ ἀρχ. εἰλέω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. και *ὠρεάζω<ὠρζω παρὰ τὸ τὸ ὠρέω.
Σημασιολογία
Κάμπτομαι πρὸς τὰ ὀπίσω ὑψῶν τὰς χεῖρας διὰ νὰ καταφέρω κτύπημα: ᾽Επεειλσε τ’ ἐντῶτε με (μὲ ἐκτύπησε). Διὰ τὴν σημ. πβ. Ὁμ. Υ 168 «ἐάλη τε χανὼν» (περὶ λέοντος συστρεφομένου διὰ νὰ ἐφορμήσῃ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA