ἀποτσίβελο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσίβελο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτσίβελο τό, ἀμάρτ. ’ποτσίβελο Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. τσιβιλιˬάζω. Ἰδ. ΣΞανθουδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918) 318.
Σημασιολογία
Ὀλίγα τεμάχια τοῦ τυροῦ μαλάκα ἀπομένοντα εἰς τὸν ὀρὸν καὶ κατακαθίζοντα εἰς τὸν πυθμένα τοῦ λέβητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA