ἀποτσίγαρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποτσίγαρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποτσίγαρο τό, σύνηθ. ἀπουτσίγαρου βόρ. ἰδιώμ. ’ποτσίαρον Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. τσιγάρο.
Σημασιολογία
Ὑπόλειμμα τσιγάρου: Πεζοδρόμιο-πιˬαττάκι γεμᾶτο ἀποτσίγαρα. || Φρ. Μαζεύει τ’ ἀποτσίγαρα ’ς τοὺς δρόμους (ἐπὶ ἀνθρώπου πτωχοτάτου). Συνών. γῶπα, μαρίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA