ἀποζαλὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποζαλὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποζαλὴ ἡ, ἀμάρτ. ἀπαζαλὴ Νίσυρ. Τῆλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. *ζαλή. Ὁ τύπ. ἀπαζαλὴ κατ᾿ ἀφομ.

Σημασιολογία

1) Ἴχνος ποδὸς ἀνθρώπου ἢ ζῴου Τῆλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποζαλεˬὰ 1. 2) Ζημία, βλάβη γινομένη εἰς ἀγροὺς ὑπὸ εἰσβαλόντων ζῴων Νίσυρ.: ᾽Ελᾶτε νὰ δῆτε ἀποζαλὴ ποῦ μοῦ 'καμαν τὰ βόδιˬα. β) Ζημία εἰς ἀγροὺς προκαλουμένη ὑπὸ ἀνέμου σφοδροῦ Νίσυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/