ἀποζαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποζαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποζαλίζω ᾽Αθῆν. κ.ἀ. Μετοχ. ’μποζαλισμένος ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγ. τεμπέλη 121
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ζαλίζω.
Σημασιολογία
Ζαλίζω πολὺ ἔνθ’ ἀν.: Ἤμουνα ζαλισμένος, μὲ τοὶς φωνές σας μ᾿ ἀποζαλίσατε ! ᾽Αθῆν. «᾿Ετέρπετο τὸ οὖς τοῦ πάτερ Νικοδήμου, ὄστις ’μποζαλισμένος ἀπὸ τὸ ὀλίγον κρασὶ δὲν ἐβράδυνε ν᾽ ἀποκοιμηθῇ» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA