ἀπόζαλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόζαλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόζαλο τό, Λεξ. ΜΕγκυκλ. Δημητρ. ἀπάζαλο Κρήτ. (Βιάνν.) ἀπόδαλο Κύθν. Πάρ. ’πόδαλο Πάρ (Λεῦκ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ζάλο. Ὁ τύπ. ἀπάζαλο κατ᾿ ἀφομ. Διὰ τοὺς μετὰ τοῦ δ τύπ. πβ. ἀποδαλεˬὰ ἐν λ. ἀποζαλεˬὰ.

Σημασιολογία

1) Ἴχνος ποδὸς ἀνθρώπου ἤ ζῴου Κύθν. Πάρ. Τῆλ. -Λεξ. ΜΕγκυκλ. Δημητρ.: Βλέπω τ’ ἀπόδαλά του Κύθν. || Φρ. Τ’ ἀπόζαλα τοῦ δεῖνα νὰ πάρῃς ! (νὰ ἔχῃς τὸν θάνατον τοῦ δεῖνα! ᾿Αρά). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποζαλεˬὰ 1. 2) Βῆμα, βηματισμὸς Πάρ. (Λεῦκ.): Δὲ bάω ᾽πόδαλο χωρὶς ἐσένα ! 3) Ἦχος βημάτων Κύθν. Πάρ. (Λεῦκ.) -Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Δημητρ.: Ἄκούω τ᾽ ἀπόδαλά του Κύθν. ’Ακούω ἀπόδαλο Λεῦκ. Συνών. ζάλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/